τεώδη

τεώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 155 περίπου γένη και 2.550 περίπου είδη τα οποία κατανέμονται σε 21 οικογένειες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σορέα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια διπτεροκαρπίδες τής τάξης τεώδη, με 180 είδη ψηλών δένδρων τής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shorea, από το όν. τού Βρετανού κυβερνήτη τής Ινδίας John Shore, λόρδου Teignmouth] …   Dictionary of Greek

  • σταχύουρος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια τεΐδες, τής τάξης τεώδη και περιλαμβάνει 6 περίπου είδη μικρών φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Ασίας, από τα Ιμαλάια ώς την Ταϊβάν και την Ιαπωνία …   Dictionary of Greek

  • υπερικό — (hypericum androsaemum). Πολυετής πόα με λείο βλαστό, αποφυλλωμένο λίγο στη βάση, που έχει 40 80 εκ. ύψος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα και ωοειδή και τα άνθη του κίτρινα μέτρια. Ο καρπός του είναι ρώγα σφαιρική, λεία, γυαλιστερή, μαύρη κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”